- περγαμηνοειδής
- -ές1. ο όμοιος ως προς την υφή ή την όψη με περγαμηνή2. φρ. «περγαμηνοειδείς πλάκες»ιατρ. σχηματισμοί που θυμίζουν περγαμηνή και παρουσιάζονται στο δέρμα πτώματος, στα σημεία που αφαιρέθηκε βίαιως η επιδερμίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περγαμηνή + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.